resentful

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈzentf(ə)l] UK [rɪ'zentf(ə)l]
  • adj.Θυμωμένος? Μίσος? Οργή
  • WebΔυσαρέσκεια? Θυμό. Δυσαρέσκεια της δυσαρέσκειας
adj.
1.
αίσθημα θυμωμένος και δυσαρεστημένος γιατί νομίζω ότι σας έχουν υποστεί επεξεργασία κατά τρόπο αθέμιτο ή χωρίς αρκετό σεβασμό