reproachful

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈproʊtʃf(ə)l] UK [rɪˈprəʊtʃf(ə)l]
  • adj.Φταίει (ή επικρίνουν)
  • WebΝα φταίει? Επίπληξη, Κατηγορητικές
adj.
1.
εκφράζοντας την κριτική ή την απογοήτευση με τρόπο που έχει σκοπό να κάνει κάποιος αισθάνεται ντροπή