repeating

Προφορά της λέξης:  UK [rɪ'piːtɪŋ]
  • adj.Επαναληφθεί? Κύκλο· Φωτιά
  • v.«Επανάληψης», η μετοχή ενεστώτα
  • WebΑλληλεπικάλυψη των εργασιών· Ρελέ? Διπλότυπο
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του επανάληψη