repeater

Προφορά της λέξης:  US [rɪ'pi:tə(r)] UK [rɪ'pi:tə(r)]
  • n.Winchester τουφέκια και περίστροφα
  • WebΕπαναλήπτες? Ρελέ ασύρματο επαναλήπτη
n.
1.
κάποιος ή κάτι που επαναλαμβάνεται κάτι
2.
ένα πυροβόλο όπλο με ένα περιοδικό που μπορούν να δεχθούν αρκετές πυροβολισμούς προτού να έχε μέχρι να φορτωθεί ξανά, π. χ. ένα τουφέκι
3.
ένα ρολόι ή το ρολόι που μπορούν να γίνουν για να επαναλάβετε το τελευταίο κτύπο, όταν κάποιος πιέζει μια άνοιξη
4.
ένας φοιτητής που απαιτείται για να επαναλάβετε μια σειρά μαθημάτων ή βαθμού μετά την αποτυχία το
5.
υπότροπος παραβάτης
6.
μια ηλεκτρική συσκευή η οποία βελτιώνει και ενισχύει την εισερχόμενη επικοινωνία σηματοδοτεί και αναμεταδίδει τους