relying

Προφορά της λέξης:  US [rɪˈlaɪ]
  • v.Στηριζόμενη στην εμπιστοσύνη
  • WebΕξαρτώμενων ατόμων? κλίνοντας hased
v.
1.
να εξαρτόμαστε από κάποιον ή κάτι
2.
να έχετε πίστη ή εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι