religiosity

Προφορά της λέξης:  US [rɪˌlɪdʒiˈɑsəti] UK [rɪˌlɪdʒiˈɒsəti]
  • n.Βαθιά θρησκευόμενοι? Υπερβολική θρησκευτικής ζήλο
  • WebΘρησκευτικά? Θρησκευτικές freaks? Ευσεβής
n.
1.
εξαιρετικά ενδιαφέρον και πίστη στη θρησκεία