redroot

  • na."Φύτευση" redroot αμερικανική τσάγια
  • WebΚόκκινο ρίζα, άγρια αμαράνθη αμερικανική Bloodroot
n.
1.
ένα φυτό πολυετές ΤτΕ με κόκκινο ρίζες και μαλλιαρό κίτρινα λουλούδια.
2.
ένα φυτό με κόκκινο ρίζες, π. χ. μια bloodroot ή χηνοπόδιο