random

Προφορά της λέξης:  US [ˈrændəm] UK ['rændəm]
  • adj.Casual (μη προκαθορισμένο ή ακανόνιστη)
  • n.Τυχαίες [casual] [διαδικασία]
  • WebΤυχαία? τυχαία, αυθαίρετη
adj.
1.
επιλεγμένες ή συμβαίνει χωρίς καμία ιδιαίτερη μέθοδο, μοτίβο, ή το σκοπό