ranchers

Προφορά της λέξης:  US [ˈræntʃər] UK [ˈrɑːntʃə(r)]
  • n.Αμερικανική κτηνοτρόφοι και εργαζόμενοι ράντσο
n.
1.
κάποιος που κατέχει ή να διαχειρίζεται ένα αγρόκτημα ή των οποίων η δουλειά είναι να δουλέψω σε ένα ράντσο
n.