- n.«Παλαιοντολογία» ρίζα? "" βάσης
- WebΡιζίδιο? ομάδων· πρόστιμο-ρίζα
n. | 1. το μέρος ενός εμβρύου φυτών που αποτελούν τη ρίζα του το νεαρό φυτό2. ένα μικρό σώμα μέρος που επιφανειακά μοιάζει με η ρίζα ενός φυτού, π. χ. ένας κλάδος του νεύρου |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: radicles
decrials radicels -
Βασίζεται σε radicles, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
t - lacertids
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το radicles, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με radicles, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν radicles ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με radicles
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : r rad radicle radicles a ad ic cl les e es s
- Βασίζεται σε radicles, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: ra ad di ic cl le es
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με radicles από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με radicles :
radicles -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν radicles :
radicles -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με radicles :
radicles