quarrelsome

Προφορά της λέξης:  US [ˈkwɔrəlsəm] UK [ˈkwɒrəls(ə)m]
  • adj.Εριστικός? Καλή στόμα
  • WebΕριστικός? Εριστικό? Καλό επιχείρημα
adj.
1.
τείνει να υποστηρίξει κανείς με τους ανθρώπους
adj.