- v.Προτίμησης και (κατασκευή) να προκαταλάβει
- n.(Μέσω) να ΠΡΟΚΑΤΑΛΆΒΕΙ
- WebΕπιτευχθεί με προτίμησης? προτίμησης? προβάδισμα
v. | 1. να κάνει ή να πω κάτι που σταματά κάποιου άλλου «s σχέδιο ή τη δράση2. να μεταδοθεί αντί για άλλη προβλέπεται πρόγραμμα |
-
Αγγλική λέξη preempt δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε preempt, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - preempts
-
Όλα μικρότερη αγγλικές λέξεις εντός preempt :
em eme er ere et me meet mere met mete meter metre pe pee peep peer pep per perm perp pert pet peter pree prep re ree rem remet rep repp ret rete retem tee teem temp temper term tree - Λίστα όλα μικρότερη αγγλικών λέξεων σε preempt.
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με preempt, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν preempt ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με preempt
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : p pree preempt r re ree e e em m p t
- Βασίζεται σε preempt, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: pr re ee em mp pt
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με preempt από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με preempt :
preempts preempt -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν preempt :
preempts preempt -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με preempt :
preempt