preempt

Προφορά της λέξης:  US [priˈempt] UK [prɪ'empt]
  • v.Προτίμησης και (κατασκευή) να προκαταλάβει
  • n.(Μέσω) να ΠΡΟΚΑΤΑΛΆΒΕΙ
  • WebΕπιτευχθεί με προτίμησης? προτίμησης? προβάδισμα
v.
1.
να κάνει ή να πω κάτι που σταματά κάποιου άλλου «s σχέδιο ή τη δράση
2.
να μεταδοθεί αντί για άλλη προβλέπεται πρόγραμμα
Variant_forms_ofpre-empt