potting

Προφορά της λέξης:  US ['pɒtɪŋ] UK ['pɒtɪŋ]
  • n.Ποτ? αγγειοπλαστική παραγωγή, εμφιάλωση
  • v."Pot,» η μετοχή ενεστώτα
  • WebΠακέτο potting? potting
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του δοχείου