polymorphic

Προφορά της λέξης:  US [ˌpɑliˈmɔrfəs] UK [ˌpɒliˈmɔː(r)fəs]
  • adj.Πολυμορφικό? Πολύμορφα
  • WebΠολυμορφισμός? Πολυμορφικό? Πολυμορφισμός
adj.
1.
μια πολύμορφες ζώο ή φυτό έχει διαφορετικές μορφές σε διαφορετικά στάδια της ανάπτυξής