pimp

Προφορά της λέξης:  US [pɪmp] UK [pɪmp]
  • v.Πελατών· Προμήθεια? Μαστροπός
  • n.Νταβατζής άνθρωπος
  • WebΆνδρες πόρνες? Το Procuress? Ιδιοκτήτη οίκου ανοχής
n.
1.
ένας άνθρωπος που κερδίζει χρήματα με την εύρεση τους πελάτες για πόρνες