pickier

Προφορά της λέξης:  US [ˈpiki]
  • adj.Επιλεκτικοί? σχολαστικός? σχολαστικός
  • WebΚοτόπουλο? επιλεκτικοί
adj.
1.
κάποιος που είναι επιλεκτικοί μόνο συγκεκριμένα πράγματα του αρέσει και δεν είναι εύκολα στην ευχάριστη θέση