pestilence

Προφορά της λέξης:  US [ˈpestɪləns] UK ['pestɪləns]
  • n.Η πανούκλα
  • WebµΕταδοτικών νόσων, Πανδώρα? Πανούκλα
n.
1.
μια σοβαρή ασθένεια που εξαπλώνεται γρήγορα και σκοτώνει πολλούς ανθρώπους