peddler

Προφορά της λέξης:  US [ˈpɛdlə(r)] UK [ˈpedlə(r)]
  • n.(Γεράκι) Γκόγκος, πωλητές (διακίνηση ναρκωτικών)
  • WebΜικρές επιχειρήσεις· Hawker δρόμο και γυρολόγος
n.
1.
κάποιος που πωλεί sth. εκτός ή με τη μετάβαση από τόπο σε τόπο για να βρείτε τους πελάτες
2.
κάποιος που πωλεί sth. παράνομο ή επιβλαβές, ειδικά τα φάρμακα