peasant

Προφορά της λέξης:  US [ˈpez(ə)nt] UK [ˈpez(ə)nt]
  • n.Γεωργούς· αγρότης? γεωργούς· συμπατριώτη
  • WebΓεωργό· μικροκαλλιεργητές? Οι χωρικοί
n.
1.
ένα γεωργικό εργάτη ή αγρότη
2.
SB. που ζει στη χώρα
3.
< άτυπη, προσβλητικό > ένα προσβλητικό όρος για sb. θεωρείται ότι είναι άρρωστος-ευγενής ή αγράμματοι