particularized

Προφορά της λέξης:  US [pərˈtɪkjələˌraɪz] UK [pə(r)ˈtɪkjʊləraɪz]
  • v.Εξειδίκευση (αιτία να)? Τις λεπτομέρειες? Κάλυψη? Λίστα
  • WebΤων ειδικών
v.
1.
να κάνει κάτι γίνει ιδιαίτερη, π. χ. με την εστίαση σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα
2.
να παρέχει κάτι με τα συγκεκριμένα παραδείγματα
3.
να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες για κάτι