participator

Προφορά της λέξης:  US [pɑr'tɪsəˌpeɪtər] UK [pɑ:'tɪsɪpeɪtə]
  • adj.Να συμμετέχουν σε? Μερίδιο? Το μερίδιο της την
  • n.Συμμετέχοντες
  • WebΟι συμμετέχοντες? Ακαδημαϊκές μονάδες που συμμετέχουν? Συμμετέχοντες