partaking

Προφορά της λέξης:  US [pɑrˈteɪk] UK [pɑː(r)ˈteɪk]
  • v.Ανταλλαγή? Συμμετοχή? Ανταλλαγή? Συνοδεία (δείπνο)
  • WebΑνταλλαγή? Να συμμετέχουν σε
v.
1.
να λάβει ή να δώσει κάτι για να φάει ή να πιει
2.
να συμμετέχουν σε μια δραστηριότητα
v.