parsnip

Προφορά της λέξης:  US [ˈpɑrsnɪp] UK [ˈpɑː(r)snɪp]
  • n.«Εγκαταστάσεις τροφίμων» παστινάκες
  • WebΠαστινάκη? παστινάκη? άνεμος και λαϊκό
n.
1.
[Τροφή, φυτό] μια μακριά εκλεπτύνοντας ρίζα κρεμ τρώγεται μαγειρεμένα ως λαχανικό
n.
1.
[ Food, Plant] a long tapering cream- coloured root eaten cooked as a vegetable