parsimony

Προφορά της λέξης:  US ['pɑ:rsəmoʊni] UK ['pɑ:sɪməni]
  • n.Μια σειρά ηττών? Τσιγκούνης? Φτηνές
  • WebΥπερβολική λιτότητα? Απλότητα? Πάρα πολύ λιτή
n.
1.
μεγάλη λιτότητα ή απροθυμία να ξοδεύουν χρήματα
2.
οικονομία στη χρήση της μέσα για να πετύχουν κάτι, ιδίως με την αρχή της υιοθετώντας η απλούστερη εξήγηση που καλύπτει μια υπόθεση