parasitize

Προφορά της λέξης:  US ['pærəsɪˌtaɪz] UK ['pærəsɪtaɪz]
  • v.Παρασιτισμός? Παραβάσεις· Παράσιτα [πελάτες] ενόχληση
  • WebΠαρασιτικές? Παρασιτικές παραμέτρους
v.
1.
να μολύνουν ή να ζήσουν όταν το ζώο ή φυτό ως ένα παράσιτο
v.