overdosing

Προφορά της λέξης:  US [ˈəʊvə(r)ˌdəʊs] UK [ˌəʊvə(r)ˈdəʊs]
  • n.Υπερβολικής δόσης· Μια άτυπη υπερβολική δόση
  • v.Υπερβολική δόση ναρκωτικών ()? Άτυπη, υπερβολική
  • WebΥπερβολικής δόσης· Πάρα πολύ φαρμακευτική αγωγή? Η υπερβολική πρόσληψη
v.
1.
να λάβει πάρα πολύ από ένα φάρμακο σε ένα χρόνο
2.
< άτυπη, > φαγητό, ποτό, να διαβάσετε, να παρακολουθήσετε κλπ πάρα πολύ τίποτα
n.
1.
πάρα πολύ ενός φαρμάκου που sb. παίρνει κάποια στιγμή
2.
< άτυπη > ποσό τίποτα που θεωρείται ότι είναι πάρα πολύ
v.
1.
to take too much of a drug at one time 
2.
<<>  to eat, drink, read, watch etc too much of anything 
n.
1.
too much of a drug that sb. takes at one time 
2.