overambitious

Προφορά της λέξης:  US [ˌoʊvəræmˈbɪʃəs] UK [ˌəʊvəræmˈbɪʃəs]
  • adj.Επιχείρηση είναι πολύ ισχυρή; Υπερβολικά φιλόδοξη? Απαιτείται εισροές
  • WebΥπερφιλόδοξος? Μασάτε
adj.
1.
κάποιος που είναι υπερβολικά φιλόδοξο αναμένει να επιτύχει περισσότερα από ό, τι είναι λογικό ή πιθανό? χρησιμοποιείται για τα σχέδια ή τις προθέσεις κάποιου