outworking

Προφορά της λέξης:  US [ˈaʊtˌwɜrk] UK [ˈaʊtˌwɜː(r)k]
  • n.Λειτουργούν εκτός της οντότητας
  • v.Λειτουργούν καλύτερα από
  • WebΥπαίθριες δραστηριότητες? Πεδίο εργασίας? Εξωτερικό εμπόδιο
n.
1.
έργο που επιτελεί για μια εταιρεία κάποιος στο δικό τους σπίτι
n.