normalizing

Προφορά της λέξης:  US [ˈnɔrm(ə)lˌaɪz] UK [ˈnɔː(r)məlaɪz]
  • v.Τυποποίηση? Κανονικοποίηση
  • WebΟμαλοποίηση? Ομαλοποιούνται? Κανονικοποιημένη
v.
1.
να κάνει κάτι φυσιολογικό, ή να γίνει κανονική