nival

Προφορά της λέξης:  US ['naɪvəl] UK ['naɪvəl]
  • adj.Γεννήθηκε στο χιόνι
  • WebΧιόνι? χιόνι, χιόνι
adj.
1.
αυξάνεται σε ή κάτω από το χιόνι
adj.