nicknames

Προφορά της λέξης:  US [ˈnɪkˌneɪm] UK ['nɪk.neɪm]
  • n.Ψευδώνυμα? Χριστιανός (βαπτιστικό όνομα) τους εμπόρους
  • v.Να δώσετε ψευδώνυμα? Ψευδώνυμα [ψευδώνυμο]? Αβραάμ ψευδεπίγραφος
  • WebΨευδώνυμα? Άλλα ψευδώνυμα? Ψευδώνυμα χαρακτήρα
n.
1.
μια ανεπίσημη ονομασία ότι τους φίλους ή την οικογένειά σας σας καλούν ότι δεν είναι το πραγματικό σας όνομα
v.
1.
να δώσει κάποιος ένα ψευδώνυμο