neurotic

Προφορά της λέξης:  US [nʊˈrɑtɪk] UK [njʊˈrɒtɪk]
  • adj.Νεύρο (σχολές)? μια δική του νευρωτική σκιά
  • n.Νευρωτική? νευρικό
  • WebΑσθενείς με νευροπάθεια? νευροπάθεια νεύρο
adj.
1.
πάσχει από νεύρωση
2.
εξαιρετικά ανησυχούν για κάτι ασήμαντο κατά τρόπον ώστε δεν φαίνεται λογικό σε άλλα άτομα
n.
1.
κάποιος που είναι νευρωτικός