multinationals

Προφορά της λέξης:  US [ˌmʌltaɪˈnæʃən(ə)l] UK [ˌmʌltiˈnæʃ(ə)nəl]
  • n.Διακρατική
  • adj.Πολυεθνική? Πολυεθνικό
  • WebΔιεθνή εταιρία? Πολυεθνικές εταιρείες? Πολυεθνικές επιχειρήσεις
adj.
1.
μια πολυεθνική εταιρεία ή επιχείρηση έχει γραφεία, καταστήματα, ή τα εργοστάσια σε αρκετές χώρες
2.
που αφορούν ανθρώπους από πολλές διαφορετικές χώρες, ειδικά στρατιώτες
3.
ένα πολυεθνικό κράτος ή χώρα έχει τους ανθρώπους του αρκετές διαφορετικές εθνικές ομάδες ζουν σε αυτή
n.
1.
μια μεγάλη επιχείρηση που έχει γραφεία, καταστήματα, ή εργοστάσια σε αρκετές χώρες