monogamist

Προφορά της λέξης:  US [mə'nɒgəmɪst] UK [mə'nɒgəmɪst]
  • n.Ένα μονογαμικό πρόσωπο· Συνήγορος [εφαρμογή] μιας ζωής γάμου
  • WebΜονογαμικό έθνος. Μονογαμία? Μονογαμία