mockingbird

Προφορά της λέξης:  US [ˈmɑkɪŋ ˌbɜrd] UK [ˈmɒkɪŋˌbɜː(r)d]
  • n.Η σκωπτική-πουλί (αμερικανική ωδικά πτηνά, μπορεί να μιμηθεί άλλες πουλιά που κελαηδούν)
  • WebMockingbird? Mockingbird? Robin
n.
1.
ένα μικρό λευκό-και-γκρι βορειοαμερικανική πουλί που αντιγράφει τα τραγούδια άλλων πουλιών
n.
1.
a small white- and- gray North American bird that copies the songs of other birds