misruling

Προφορά της λέξης:  US [mɪsˈrul] UK [mɪsˈruːl]
  • n.Λανθασμένη [στυλ κακό] διοίκηση? Καμία διαταγή
  • v.Ελάττωμα σωλήνα? Στυλ εργασίας διοικήθηκε με κακό τρόπο
  • WebΕπιπτώσεις της τυραννίας? Επιπτώσεις της τυραννίας? Χάος
n.
1.
κακή κυβέρνηση μιας χώρας. ανεξέλεγκτη ή βίαιη συμπεριφορά