mishit

Προφορά της λέξης:  US [mɪsˈhɪt] UK [mɪs'hɪt]
  • v.Σφαιροβολία (την μπάλα) να αποσπάσει
  • n.Εκτρέψει
  • WebΈχασε? δεν στον στόχο έχει χτυπήσει
v.
1.
να χτυπήσει ή να κλωτσήσει μια μπάλα άσχημα σε ένα παιχνίδι
v.
1.
to hit or kick a ball badly in a game