miscreants

Προφορά της λέξης:  US [ˈmɪskriənt] UK ['mɪskriənt]
  • n.Το κακό? Αιρετικός? Δεν θρησκευόμενοι άνθρωποι
  • adj.Κακό? Αρχαία αίρεση
  • WebΚακή μόρια
n.
1.
κάποιον που κάνει κάτι λάθος ή δεσμεύει ένα έγκλημα