microphonics

Προφορά της λέξης:  US [ˌmaɪkrə'fɒnɪks] UK [ˌmaɪkrə'fɒnɪks]
  • n."Ασύρματη" ουρλιαχτό
  • WebΠτερυγισμός θόρυβο· Μικρόφωνο αποτέλεσμα· Μειωμένη επίπτωση Μικροφωνική
np.
1.
ο ήχος ακούγεται από μια ηλεκτρονική συσκευή, ειδικά ένα μεγάφωνο, που προκαλείται από τη δόνηση του κάποιο μηχανικό μέρος