megalomaniacs

Προφορά της λέξης:  US [ˌmeɡəloʊˈmeɪniˌæk] UK [ˌmeɡələʊˈmeɪniˌæk]
  • adj.Αλαζονική? Πάσχει από μεγαλομανία
  • n.Αυτάρεσκος άνθρωπος? Άνθρωπος πάσχει από μεγαλομανία
  • WebBlowfish? Βράζουμε τον ωκεανό
n.
1.
κάποιος που απολαμβάνει την εξουσία επί άλλων ανθρώπων και πάντα θέλει περισσότερο από αυτό