maximal

Προφορά της λέξης:  US [ˈmæksɪm(ə)l] UK ['mæksɪm(ə)l]
  • adj.Η μεγαλύτερη μέγιστη
  • WebΕξαιρετικά μεγάλη? τεράστια? μέγιστη
adj.
1.
το δυνατό περισσότερα ή καλύτερα
adj.