mathematicians

Προφορά της λέξης:  US [ˌmæθ(ə)məˈtɪʃ(ə)n] UK [.mæθ(ə)mə'tɪʃ(ə)n]
  • n.Μαθηματικός
n.
1.
κάποιον που μελετάει ή διδάσκει μαθηματικά