manly

Προφορά της λέξης:  US [ˈmænli] UK ['mænli]
  • adj.Ανδροπρεπής, ισχυρή
  • WebManley? ανδρική? τολμηρή
adj.
1.
ενδεικτικό του τρόπου που ένας άνθρωπος είναι παραδοσιακά αναμένεται να συμπεριφερθεί, ειδικά με το να είναι ισχυρή και γενναία
Βόρεια Αμερική >> Ηνωμένες Πολιτείες >> Ανδροπρεπής
North America >> United States >> Manly