macroscopical

Προφορά της λέξης:  US [mækroʊ'skɒpɪkl] UK [mækrəʊ'skɒpɪkl]
  • adj."Αντικείμενα" ορατό με γυμνό μάτι? Μακροεντολή
  • WebΟπτική? Το γυμνό μάτι· Γενική
adj.
1.
αρκετά μεγάλη για να δει και να εξετάζονται χωρίς τη βοήθεια του μεγεθυντικού εξοπλισμός
2.
που αφορούν ή εξέταση με μεγάλες μονάδες