luff

Προφορά της λέξης:  US [lʌf] UK [lʌf]
  • v.«Αερογραμμές» αρπάξει ο άνεμος, (γιοτ αγωνιστικά) από την (άλλη) το πάνω χέρι? Πανιά «Αεροπορικές εταιρείες»
  • n.Η κάμψη της πλώρης και δεξιά? διαμήκεις Luff? Έπλευσε "Αερογραμμές"
  • WebLuff? Luff? Luff
n.
1.
το εμπρόσθιο άκρο του ένα πανί
2.
[Πλοήγησης] η πράξη της ιστιοπλοΐα πιο κοντά στον άνεμο
v.
1.
[Πλοήγησης] να φέρει ένα σκάφος πιο κοντά στο αέρα, ή πανί, πολύ κοντά στον αέρα, έτσι ώστε τα πανιά πτερύγιο
2.
[Πλοήγησης] για να κρημνού όταν ένα σκάφος είναι σε θέση πολύ κοντά στον αέρα
n.
1.
2.
[ Navigation] the act of sailing closer into the wind 
v.
1.
[ Navigation] to bring a boat closer in to the wind, or sail too close to the wind, so that the sails flap 
2.
[ Navigation] to flap when a boat is in a position too close to the wind