lewdest

Προφορά της λέξης:  US [lud] UK [luːd]
  • adj.Ακόλαστος? σημαίνει
  • WebΑσελγής? άσεμνο? βρώμικο
adj.
1.
αναφερόμενος στο σεξ με τρόπο αγενή ή δυσάρεστες
adj.