junkie

Προφορά της λέξης:  US ['dʒʌŋki] UK ['dʒʌŋki]
  • n.Εξαρτημένους που εξαρτημένος
  • WebΤοξικομανής? εξαρτημένος? ανεμιστήρες
n.
1.
ένας τοξικομανής, ειδικά κάποιος εθισμένος στην ηρωίνη
2.
κάποιος του οποίου το ενδιαφέρον μέσα ή γούστα για κάτι μοιάζει με έναν εθισμό
3.
χρησιμοποιείται για κάποιον που αγαπά να κάνει κάτι πάρα πολύ και που το πολύ