iterating

Προφορά της λέξης:  US [ɪtə'reɪtɪŋ] UK [ɪtə'reɪtɪŋ]
  • v.Επαναληφθεί? Επανάληψη
  • WebΕπανάληψη? Αλληλεπικάλυψη των εργασιών· Τραβέρσα
v.
1.
να πω ή να κάνω το ίδιο πράγμα ξανά
v.
1.