intricate

Προφορά της λέξης:  US [ˈɪntrɪkət] UK ['ɪntrɪkət]
  • adj.Συγκρότημα
  • WebΠερίπλοκες? Περίπλοκες? Κουβάρι
adj.
1.
πολύ λεπτομερείς σε σχεδιασμού ή δομής
2.
πολύ περίπλοκο και δύσκολο να καταλαβευτεί ή να μάθετε