interviewee

Προφορά της λέξης:  US [ˌintəvjuːˈiː] UK [ˌɪntə(r)vjuːˈiː]
  • n.Ο ερωτώμενος? Ερωτηθέντων
  • WebΟ ερωτώμενος? Ερωτηθέντων? Ο υποψήφιος
n.
1.
κάποιος που είναι από συνέντευξη